Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

To υπόγειο



Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
    φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

Λειβαδίτης Tάσος, Το υπόγειο


Πέρασα μια μακρά περίοδο υπέρμετρης ενεργητικότητας εδώ και ενάμιση χρόνο, μια περίοδο που ήθελα να κάνω αν γινόταν συγχρόνως τα πάντα, προσπαθούσα να κρατώ τον εαυτό μου διαρκώς απασχολημένο -έκανα διαλέξεις, πήγα σε συνέδρια, έγραφα, έγραφα, έγραφα (από τηλεοπτικό σενάριο μέχρι επιστημονικό κείμενο, από μπουρδολογίες στη δουλειά μέχρι τα άρθρα της στήλης μου)- πέρασα πλέον σε μιά φάση καινούργια που νιώθω ότι τίποτα πια δεν με ενθουσιάζει και δεν με ενδιαφέρει να κυνηγήσω, να επιδιώξω και να προσπαθήσω. Το βράδυ, όταν ησυχάζει το σπίτι, ενώ "κανονικά" θα έγραφα ή θα διάβαζα ή θα έβλεπα κάτι ή θα κένταγα λίγο, τώρα ολοένα και συχνότερα διαπιστώνω ότι πραγματικά και ουσιαστικά ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΙΠΟΤΑ. Το γράφω έτσι με μεγάλα γράμματα γιατί αν με βλέπατε τώρα που το γράφω θα σας το έλεγα με έμφαση. 
Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Απολύτως τίποτα. Δεν με ενδιαφέρει να στήσω, να δημιουργήσω, να οργανώσω, να διορθώσω απολύτως τίποτα. 
Τίποτα. 

Το μόνο που πραγματικά με ευχαριστεί να κάνω, το μόνο που θέλω στ'αλήθεια αυτή τη στιγμή είναι να κάθομαι δίπλα στον Π. να μετράμε τα δάκτυλά μας και να βγαίνουν πάντα πέντε, να διαβάζουμε βιβλία πηδώντας σελίδες, να τραγουδάμε βγάζοντας τα πνευμόνια μας "το καλύτερο παιδί του κόσμου ΕΙΣΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ ΕΣΥΥΥΥΥΥΥ", να κρατιόμαστε οι δυό μας από το χέρι και να περπατάμε προς τα εκεί που θέλει εκείνος. Να τον βοηθάω να είναι ανεξάρτητος σιγά-σιγά, να με παίρνει αγκαλιά εκεί που δεν το περιμένω, να με κοιτάει με αστραφτερά μάτια, να ζωγραφίζουμε την παλάμη του επάνω σε ένα χαρτί. Να ακούμε τραγούδια και να βλέπουμε την Πέππα το γουρουνάκι που έχει έναν αδελφό τον Τζώρτζ, τη μαμά γουρουνίτσα και τον μπαμπά γουρουνάκι. Να πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ και να ρίχνει εκείνος τα ψώνια στο καρότσι, να διαλέγει μήλα και πορτοκάλια, να φωνάζει από την καρδιά του και περήφανος "γειά σας" σε όλο τον κόσμο - στον κόσμο που τον νομίζει καλό. Να πετάμε πετραδάκια με τις ώρες σε λακούβες με νερό, να μυρίζουμε τα λουλούδια, να κοιτάμε έκπληκτοι τις πεταλούδες, να παρατηρούμε τα μυρμήγκια. 
Θέλω μόνο ό,τι θέλει εκείνος. 




Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Η Υπηρεσία δεν αναβάλλεται

 
Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω, αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη: «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες ―προδότη και ταπεινέ― για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής ― βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα. 

Κ.Π. Καβάφης, Ιούνιος 1905
Ανέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής