Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Οικολογικές ανησυχίες



Έχω λίγο καιρό που έχω σταματήσει να διαβάζω ο,τιδήποτε. Εννοώ συστηματικά, όπως έκανα παλιά, όχι βλακείες στα πεταχτά δεξιά και αριστερά. Είναι ένα είδος παραίτησης, μια κούραση που τη βρίσκω φυσική και κάπως απαραίτητη, σαν να πρέπει να καταλαγιάσουν μέσα τα ήδη διαβασμένα, σαν να πρέπει τα ήδη διαβασμένα να συναντηθούν με όσα βίωσα ή βιώνω. Επί της ουσίας τέλος πάντων δεν ένιωθα την ανάγκη. 

Σκέφτομαι όμως τον τελευταίο καιρό ότι αν κάτι μου λείπει περισσότερο αναγνωστικά είναι η ποίηση κι έτσι φέτος ζήτησα από τον Άγιο Βασίλη να μου φέρει το "Σύρε καλέ την άλυσον" της Γλυκερίας Μπασδέκη. Αισθάνομαι ότι θέλω να μάθω πάλι να διαβάζω και πρέπει να ξεκινήσω από τα βασικά αλφαβητάρια. 



Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από το θάνατο της μαμάς μου. Δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά στον τρόπο που προσεγγίζω αυτή την απώλεια μέσα μου. Η πληγή είναι ακόμη ανοικτή, απλώς δεν μιλώ γι'αυτήν παρά ελάχιστα, σε ελάχιστους. Αυτοί οι ελάχιστοι νιώθουν το ίδιο για τις δικές τους απώλειες κι έτσι καταλαβαινόμαστε χωρίς να λέμε πολλά. Μόνο λίγες φράσεις αναγνώρισης αρκούν. Η ύπαρξη των άλλων λειτουργεί για μένα κατευναστικά και παρηγορητικά: με βεβαιώνει ότι δεν έχω τρελαθεί, ότι δεν είναι υπερβολική, ότι δεν είμαι εγωίστρια. Το λέω αυτό γιατί κάποτε αναρωτήθηκα -επειδή είμαι ένα άτομο κατεξοχήν υπερβολικό- μήπως όλη αυτή η αντίδρασή μου συνάγεται από μια ανάγκη μου να τραβώ την προσοχή στον εαυτό μου. 

Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι εμείς οι ελάχιστοι (η Ελ., ο Κ., η Λ. κι άλλοι λίγοι ακόμη που έχουμε συναντηθεί με έναν τρόπο) συνεχίζουμε να ζούμε ανάμεσά σας με το δικό μας τρόπο. Είμαστε μια ιδιότυπη ομάδα που προσποιείται πετυχημένα ότι λειτουργεί και ζει κανονικά, γελάει και είναι διασκεδαστική, ενώ μέσα της ξέρει ότι ένα κομμάτι της ζωής της θα είναι διαρκώς στα απωλεσθέντα. Αλλά πάλι, ίσως έτσι πρέπει να είναι: κανείς δεν θέλει να είναι διαρκώς αντιμέτωπος με το φανερό πένθος. Ούτε κι εγώ η ίδια δεν το ανέχομαι για πολύ. Το πένθος εσωτερικεύεται, μοιράζεται για λίγο, επιστρέφει στη θέση του μέσα σου. Μόνο που δραπετεύει πότε-πότε εκεί που δεν το περιμένεις, σε οδηγεί σε σκοτεινές βεράντες και τουαλέτες στη δουλειά για να κλάψεις χωρίς να σε βλέπουν. 
Το πένθος μας είναι ένα ιδιότυπο οικόσιτο κατοικίδιο. 


Ο Π. ανθίζει διαρκώς μέρα τη μέρα. Και γίνεται ένα παιδί ιδιαίτερο, καλοσυνάτο αλλά και πειραχτήρι: πότε-πότε είναι ένας επαναστάτης που ψάχνει αιτία, κι άλλοτε γίνεται ένας γάτος που το μόνο που θέλει είναι να κάτσει επάνω μου, στο κάθισμα που το σώμα μου φτιάχνει μόνο για εκείνον. Αναρωτιόμαστε διαρκώς αν τον διαπαιδαγωγούμε σωστά. Είναι σωστό να είναι τόσο ευγενικός; Είναι σωστό να του θυμίζουμε διαρκώς ότι δεν πρέπει να ενοχλεί τους άλλους; Τι νόημα έχει σε αυτή την κοινωνία που θα κλιθεί να επιβιώσει; Μήπως όλα αυτά τον οδηγήσουν στην απομόνωση, ή σε φοβίες; Έπειτα σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, το παιδί σου είναι προϊόν των πιστεύω και των επιλογών σου. Δεν ξέρω πόσο μπορείς να καταπιεστείς να είσαι κάτι άλλο για να μεγαλώσεις κάπως αλλιώς, "πιο σωστά" το παιδί σου. Ποιο είναι το "πιο σωστά" άλλωστε; Κάποτε πίστευα ακράδαντα ότι το πιο σημαντικό πράγμα που χρειάζεται ένα παιδί όταν μεγαλώνει είναι η διαρκής απεριόριστη αγάπη και ένα αίσθημα ασφάλειας. Όποτε έχω αμφιβολίες αν κάνω κάτι σωστά, επιστρέφω στη βάση αυτή και βλέπω ότι δεν την έχουμε παραβιάσει. Παίρνω κουράγιο και συνεχίζω. 



Τον περασμένο Σεπτέμβριο-Οκτώβριο συνέβη κάτι ακόμα. Το καταγράφω εδώ για να μην ξεχάσω πότε έγινε, γιατί ξεχνάω εύκολα το πότε συμβαίνουν τα πράγματα. Πιέστηκα τόσο πολύ στη δουλειά και στις άλλες υποχρεώσεις μου, ώστε όταν προέκυψε η επόμενη περίοδος και μια νέα ισορροπία, αποφάσισα να αλλάξω κάποια πράγματα. Θυμήθηκα την χαμένη μου αυτοπειθαρχία κι αποφάσισα να διεκδικήσω το σώμα μου από την περίοδο του πένθους, θυμήθηκα πώς να διεκδικώ πράγματα στη δουλειά, προσπαθώ να μην έχω διαρκώς τύψεις. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι μια αρχή. Μεγαλώνω κιόλας, κάτι πρέπει να αλλάζω στον εαυτό μου, δεν είναι δυνατόν να μην απενοχοποιείσαι μεγαλώνοντας, απλώς να φορτώνεσαι κιλά, χρόνια και ρυτίδες. 




***
Η ανάρτηση εικονογραφείται με πίνακες ενός από τους πιο αγαπημένους μου ζωγράφους, του Carl Larsson. Νομίζω ότι κατά βάθος θα ήθελα να ζω μέσα στους πίνακές του, που απεικονίζουν τη ζωή της οικογένειάς του. Οπότε ίσως κατά βάθος να ήθελα να είμαι παιδί του. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα ήθελα να είμαι αυτό το παιδί.